δεντρικός

δεντρικός
η , ό древесный;

δεντρικός βλαστός — росток дерева


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "δεντρικός" в других словарях:

  • δεντρικός — ή, ό (AM δενδρικός, ή, όν Α και δενδριακός, ή, όν) όποιος ανήκει στα δένδρα ή προέρχεται απ αυτά νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δεντρικά τα δένδρα αρχ. γεμάτος δένδρα …   Dictionary of Greek

  • δένδρο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 94 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 58 χλμ. ΒΔ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου. * * * και δέντρο, το (AM δένδρον Α και δένδρος, δένδρεον, δένδρειον)… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»